- στρουκτουραλιστής
- ο, θηλ. στρουκτουραλίστρια, Νοπαδός τού στρουκτουραλισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουκτουραλιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του στρουκτουραλισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)